Glossary entry (derived from question below)
Greek term or phrase:
Διεύθυνση Προμηθειών και Εποπτείας Αποθηκών
English translation:
Directorate of Procurement & Warehouse Supervision
Greek term
Διεύθυνση Προμηθειών και Εποπτείας Αποθηκών
Nov 10, 2017 16:59: Spyros Balesias changed "Edited KOG entry" from "<a href="/profile/810175">Ioanna Daskalopoulou's</a> old entry - "Διεύθυνση Προμηθειών και Εποπτείας Αποθηκών"" to ""Procurement Division and Warehouse Supervision""
Nov 10, 2017 17:03: Spyros Balesias changed "Edited KOG entry" from "<a href="/profile/2439464">Spyros Balesias's</a> old entry - "Διεύθυνση Προμηθειών και Εποπτείας Αποθηκών"" to ""Directorate of Procurement & Warehouse Supervision""
Proposed translations
Procurement Division and Warehouse Supervision
--------------------------------------------------
Note added at 44 mins (2017-11-03 16:17:37 GMT)
--------------------------------------------------
However, it is usually found on its own as just Procurement Division. Check out this document as well: https://www.akep.gr/AkepFiles/756Ο4653ΠΩ-ΕΥΚ.pdf
agree |
Nick Lingris
: Οι ίδιοι μου το είπαν σήμερα το πρωί: Directorate of Procurement & Warehouse Supervision
15 mins
|
agree |
Peter Close
13 hrs
|
agree |
Angeliki Papadopoulou
1 day 14 hrs
|
Discussion
Συμφωνώ και προέβην ήδη στην αλλαγή. Δε διαφωνώ, εφόσον οι ίδιοι κάνουν χρήση αυτού του όρου. Βέβαια, κι οι περισσότεροι σήμερα λένε το ένα και αύριο λένε το άλλο, οπότε ποτέ δεν μπορείς να είσαι απολύτως σίγουρος με αυτά.
Ευχαριστούμε για τις παρατηρήσεις!
https://www.google.com/search?q="directorate" site:gov.gr&so...
2. Εφόσον η κύρια λέξη εδώ είναι "Διεύθυνση", θα πρέπει στο αγγλικό να είναι είτε στο τέλος είτε στην αρχή ("Directorate of/for") και όχι στη μέση.
Έδωσα την ψήφο μου στην πρόταση του συναδέλφου, αλλά με την παρατήρηση ότι η ίδια η Διεύθυνση μού είπε ότι τη μεταφράζουν "Directorate of Procurement & Warehouse Supervision". Το είχα ήδη αναφέρει άλλωστε στην απάντησή μου στην προηγούμενη ερώτηση.
Προτείνω λοιπόν να μπει αυτή η απόδοση στο γλωσσάρι.