Glossary entry

English term or phrase:

tolerability

Greek translation:

ανεκτότητα

Added to glossary by m_a_a_
Apr 24, 2018 13:25
6 yrs ago
14 viewers *
English term

tolerability

English to Greek Medical Medical: Pharmaceuticals
Clinical studies at 10 mg/kg Q2W have shown acceptable security profile and tolerability.

To Linguee δίνει "ανεκτικότητα", όρος που δεν πολυστέκει ως χαρακτηριστικό φαρμάκου.
"Αντεξιμότητα" σκέφτηκα, αλλά δεν υπάρχει.
Proposed translations (Greek)
3 +2 ανεκτότητα

Discussion

D. Harvatis Apr 24, 2018:
Κι όμως, το «ανεκτικότητα» είναι σωστό: δείχνει πόσο καλά μπορεί ο ασθενής να ανεχθεί το φάρμακο. Διαφέρει από το «ανοχή» (=tolerance).

Proposed translations

+2
30 mins
Selected

ανεκτότητα

Θεωρώ την ανεκτότητα καλύτερη απόδοση από την ανεκτικότητα.
Peer comment(s):

agree D. Harvatis : Πράγματι είναι, αλλά δεν χρησιμοποιείται (π.χ. στο site του ΕΟΦ εμφανίζεται 10 φορές το «ανεκτικότητα» και καμία το «ανεκτότητα»). Μακάρι να καθιερωθεί :-) // :-) :-)
13 mins
Αν δεν αρχίσουμε να το χρησιμοποιούμε, πώς να καθιερωθεί; :-)
agree Anna Spanoudaki-Thurm : Και εγώ συμφωνώ. Γράφω ανεκτικότητα για τον λόγο που αναφέρει ο Δημήτρης, αλλά με ενοχλεί. Ανεκτότητα του φαρμάκου. Ανεκτικότητα είναι το κατά πόσον είναι κάποιος ανεκτικός. Λέτε να το επιβάλουμε;
1 day 13 hrs
Νομίζω πως ήδη λέμε ότι ένα φάρμακο είναι ανεκτό, έτσι δεν είναι; Αν ναι, τότε μπορούμε να μιλάμε για ανεκτότητα.
Something went wrong...
4 KudoZ points awarded for this answer.
Term search
  • All of ProZ.com
  • Term search
  • Jobs
  • Forums
  • Multiple search