riba τόκος, τοκογλυφία

Creator:
Language pair:English to Greek
Definition / notes:ρίμπα - η τοκογλυφία απαγορεύεται στο Ισλάμ και στο ισλαμικό τραπεζικά σύστημα
All of ProZ.com
  • All of ProZ.com
  • Term search
  • Jobs
  • Forums
  • Multiple search